-
1 τριβολος
(ῐ) ὅ1) трибол (шарик с четырьмя остриями, из которых одно всегда торчало вверх; такие шарики рассыпались для задержки неприятельской конницы)2) колючка, ость(τριβόλους ἀπολέξαι Arph.)
3) колючее растение, терн4) pl. чесалка(τρίβολοι ἀχυρότριβες Anth.)
См. также в других словарях:
συλλέγω — ΝΜΑ [λέγω] συναθροίζω, μαζεύω (α. «συλλέγω γραμματόσημα» β. «μή τι συλλέγουσιν ἀπὸ ἀκανθῶν σταφυλὴν ἤ ἀπὸ τριβόλων σῡκα», ΚΔ) αρχ. 1. συσσωρεύω 2. (σχετικά με στρατό) στρατολογώ 3. (σχετικά με πρόσ.) συγκαλώ, συγκεντρώνω 4. συνθέτω, συναρμόζω ένα … Dictionary of Greek